μεταμοσχεύω

μεταμοσχεύω
μεταμοσχεύω, μεταμόσχευσα βλ. πίν. 19

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταμοσχεύω — (Α μεταμοσχεύω) εγκεντρίζω, μπολιάζω με τη μέθοδο τής μεταμόσχευσης νεοελλ. εκτελώ μεταμόσχευση οργάνου ή εμβρύου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) μεταφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μοσχεύω «αποσπώ μόσχους και τους φυτεύω»] …   Dictionary of Greek

  • μεταμοσχεύω — μεταμόσχευσα, μεταμοσχεύτηκα, μεταμοσχευμένος 1. εμβολιάζω φυτό, προσκολλώ οφθαλμοφόρο βλαστό ενός φυτού σε άλλο: Μεταμόσχευσε τις μηλιές. 2. μεταφέρω όργανα από ένα σώμα σε άλλο με εγχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταμοσχεύουσι — μεταμοσχεύω transplant pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταμοσχεύω transplant pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμοσχευθέντες — μεταμοσχεύω transplant aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμοσχευθήσεται — μεταμοσχεύω transplant fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμοσχεύεσθαι — μεταμοσχεύω transplant pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμοσχεύεται — μεταμοσχεύω transplant pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • συμμοσχεύω — Μ μοσχεύω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μοσχεύω (Ι) «μεταμοσχεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”